- γειτόνημα
- το (AM)βλ. γειτόνεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γειτόνημα — neighbourhood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονημάτων — γειτόνημα neighbourhood neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονήμασιν — γειτόνημα neighbourhood neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονήματα — γειτόνημα neighbourhood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονήματι — γειτόνημα neighbourhood neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονήματος — γειτόνημα neighbourhood neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτόνεμα — το (AM γειτόνευμα και γειτόνημα) [γειτονώ] 1. η γειτνίαση, το να κατοικεί ή να βρίσκεται κάποιος κοντά σε κάποιον άλλον 2. οι γείτονες (φρ., «κακό το γειτόνεμα, πούλα το σπίτι σου») … Dictionary of Greek